- αμυλοείδωση
- η Ιατρ.νόσος που χαρακτηρίζεται από εναπόθεση αμυλοειδούς στον συνδετικό ιστό.[ΕΤΥΜΟΛ. < amyloidosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < amyloid (πρβλ. αμυλοειδής) + νεολατιν. κατάλ. -osis (πρβλ. -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυοκαρδιοπάθεια — Μπορεί να είναι μια από τις πολλαπλές εκδηλώσεις μιας πολυσυστηματικής νόσου (προσβολή πολλών συστημάτων ταυτόχρονα) – όπως είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η σαρκοείδωση, η αμυλοείδωση – ή μπορεί να είναι εκδήλωση του αλκοολισμού,… … Dictionary of Greek